- νεβρίτης
- νεβρίτης, ὁ (Α)αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» — πολύτιμος ιερός λίθος τού Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχ-ίτης, λυχν-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.